φίνο

φίνο
ince, güzel

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φίνος — α, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.) 1. (για ανθρώπους), λεπτός στους τρόπους, ευγενικός, αβρός, ραφινάτος: Είναι ελκυστικός άνθρωπος, γιατί είναι φίνος. 2. εύστροφος, έξυπνος, άνθρωπος με οξύνοια. 3. (για πράγματα), ο δουλεμένος με λεπτότητα, ο εξαίρετος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίνος — α, ο, Ν 1. (για πράγμ.) α) ο επεξεργασμένος με λεπτότητα και τέχνη («φίνο ύφασμα») β) Ο εξαιρετικής ποιότητας («φίνο άρωμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει λεπτούς τρόπους, αβρός, ευγενικός. επίρρ... φίνα Ν πάρα πολύ καλά, έξοχα, περίφημα… …   Dictionary of Greek

  • οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • Βαλτική θάλασσα — Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο σκανδιναβικής χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β, της Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Μαρί Eλ — (Mari El). Αυτόνομη Δημοκρατία της Ρωσίας (έκταση 23.200 τ. χλμ., 750.300 κάτ. το 2002) στην διοικητική περιοχή του Βόλγα, με πρωτεύουσα την Ιοσκάρ Ολά (276.500 κάτ.). Ιδρύθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1936 ως Μάρι και άλλαξε την ονομασία της σε Μ. Ε.… …   Dictionary of Greek

  • Σάντα Μαργκερίτα Λίγκουρε — (Santa Margherita Ligure). Κωμόπολη (περ. 10.000 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία της Λιγυρίας, σε απόσταση 31 χλμ. από τη Γένοβα. Είναι χτισμένη σε έναν κολπίσκο της ανατολικής ακτής του ακρωτηρίου του Πόρτο Φίνο και τριγυρίζετε από λόφους με… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”